συναπτῶς

συναπτῶς
συναπτός
joined together
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συναπτώς — συναπτῶς ΝΜ, και συναπτά Ν βλ. συναπτός …   Dictionary of Greek

  • συναπτός — ή, ό / συναπτός, όν, ΝΜΑ, θηλ. και συναπτή, ΜΑ [συνάπτω] 1. ενωμένος, συνδεδεμένος 2. συνεχής, αδιάκοπος, αλλεπάλληλος (α. «η πολιορκία κράτησε τρία συναπτά έτη» β. «συναπτὰς ποιήσομεν τὰς πράξεις», Αριστοτ.) 3. το θηλ. ως ουσ. η συναπτή (στην… …   Dictionary of Greek

  • συναπτικός — ή, ό, / συναπτικός, ή, όν, ΝΜΑ [συνάπτω] κατάλληλος στο να συνάπτει, συνδετικός νεοελλ. 1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύναψη τών νευρικών κυττάρων («συναπτικός χώρος») 2. φρ. α) «συναπτική σχισμή» βιολ. χώρος μεταξύ τών πλασματικών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”